παραστρατηγία

παραστρατηγία
ἡ, Α [παραστρατηγώ]
μτφ. πλάγια επέμβαση σε ξένα έργα, ραδιουργία, μηχανορραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”